- κτίσω
- κτίζωpeople: aor subj act 1st sgκτίζωpeople: fut ind act 1st sgκτίζωpeople: aor ind mid 2nd sg (homeric ionic )
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
κτίσω — κτίζω people aor subj act 1st sg κτίζω people fut ind act 1st sg κτίζω people aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οικοδομώ — έω και άω (ΑΜ οικοδομῶ, έω) [οικοδόμος (Ι)] 1. ανεγείρω κτήριο, κτίζω (α. «η περιοχή δεν έχει ακόμη οικοδομηθεί» β. «διέταξε... οἰκίας οἰκοδομέειν», Ηρόδ.) 2. μτφ. δημιουργώ, θεμελιώνω (α. «έκανε προσπάθειες να οικοδομήσει μια νέα Ελλάδα» β. «ἐπὶ … Dictionary of Greek